- μαγιάτικος
- -η, -ο1. αυτός που αναφέρεται ή πραγματοποιείται το Μάη: Έπλεξε ένα μαγιάτικο στεφάνι.2. το ουδ. ως ουσ., μαγιάτικο είδος ψαριού που ψαρεύεται το Μάη, ο Θύννος ο κοινός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.