μαγιάτικος

μαγιάτικος
-η, -ο
1. αυτός που αναφέρεται ή πραγματοποιείται το Μάη: Έπλεξε ένα μαγιάτικο στεφάνι.
2. το ουδ. ως ουσ., μαγιάτικο είδος ψαριού που ψαρεύεται το Μάη, ο Θύννος ο κοινός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαγιάτικος — η, ο, θηλ. και ια [Μάιος]·1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μήνα Μάιο ή αυτός που συμβαίνει κατά τον Μάιο 2. (για φυτά) αυτός που ανθίζει τον Μάιο 3. (για ζώα) αυτός που αλιεύεται ή θηρεύεται κατά τον Μάιο 4. το ουδ. ως ουσ. το μαγιάτικο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”